εξαπατητικός

εξαπατητικός
η , ό[ν] обманный, ложный, лживый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εξαπατητικός" в других словарях:

  • ἐξαπατητικός — calculated to deceive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαπατητικός — ή, ό (Α ἐξαπατητικός, ή, όν) 1. ο κατάλληλος ή ικανός να εξαπατά («καὶ τοῡτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», Ξεν.) 2. αυτός που γίνεται για εξαπάτηση, ο παραπλανητικός, ο απατηλός …   Dictionary of Greek

  • εξαπατητικός — ή, ό που εξαπατά, που γίνεται για εξαπάτηση, παραπλανητικός, απατηλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαπατητικόν — ἐξαπατητικός calculated to deceive masc acc sg ἐξαπατητικός calculated to deceive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαπατητικῶς — ἐξαπατητικός calculated to deceive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φενακιστικός, -ή — ό αυτός που γίνεται για φενακισμό (βλ. λ.), που ταιριάζει σε φενακιστή (βλ. λ.), ο εξαπατητικός: Φενακιστικές υποσχέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαπατητικάς — ἐξαπατητικά̱ς , ἐξαπατητικός calculated to deceive fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»